λαγήνι — το ιού, το σταμνί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγηνάκι — το (Μ λαγηνάκι) [λαγήνι] μικρό λαγήνι, σταμνάκι, κανάτι νεοελλ. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού αριστολόχια … Dictionary of Greek
λαγηνοφόρος — ο, θηλ. και α αυτός που φέρει λαγήνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνι + φόρος (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Κωνστ. Λάμπρο] … Dictionary of Greek
λαγηνόπουλον — λαγηνόπουλον, τὸ (Μ) μικρό λαγήνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνι + κατάλ. πουλον] … Dictionary of Greek
νερολάγηνο — το λαγήνι που χρησιμοποιείται ως δοχείο νερού, σταμνί, στάμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + λαγήνι] … Dictionary of Greek
Τιμωνίδας — Κορίνθιος αγγειογράφος του πρώτου μισού του 6ου αι. π.Χ., ο οποίος έγινε γνωστός από δύο ενυπόγραφα αγγεία, από ένα λαγήνι και έναν πίνακα. Το λαγήνι βρέθηκε στις Κλεωνές της Πελοποννήσου. Έχει γύρω από την κοιλιά μελανόμορφη αγγειογραφία, η… … Dictionary of Greek
γαστροφορώ — γαστροφορῶ ( έω) (Α) (για λαγήνι με κρασί) έχω μέσα στην κοιλιά μου … Dictionary of Greek
θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… … Dictionary of Greek
κανάτι — (I) το 1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό») 2. στον πληθ. τα κανάτια χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους 3. ουροδοχείο… … Dictionary of Greek
κρωσσίον — κρωσσίον, τὸ (Α) [κρωσσός] σταμνάκι, σταμνί, λαγήνι … Dictionary of Greek