λαγήνι

λαγήνι
και λαγύνι και λαήνι, το (AM λαγήνιον, Α και λαγύνιον, Μ και λαγήνιν)
νεοελλ.-μσν.
δοχείο πήλινο, γυάλινο ή και μετάλλινο για τοποθέτηση υγρών και ιδίως νερού, υδρία, στάμνα
μσν.
μονάδα μέτρησης υγρών
αρχ.
(υποκορ. τού λάγηνος) μικρό δοχείο, σταμνάκι, κανάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάγηνος + υποκορ. κατάλ. -ιον. Ο τ. λαγύνι < λάγυνος. Ο τ. λαήνι έχει σιγήσει το ενδοφωνηεντικό -γ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαγήνι — το ιού, το σταμνί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγηνάκι — το (Μ λαγηνάκι) [λαγήνι] μικρό λαγήνι, σταμνάκι, κανάτι νεοελλ. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού αριστολόχια …   Dictionary of Greek

  • λαγηνοφόρος — ο, θηλ. και α αυτός που φέρει λαγήνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνι + φόρος (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Κωνστ. Λάμπρο] …   Dictionary of Greek

  • λαγηνόπουλον — λαγηνόπουλον, τὸ (Μ) μικρό λαγήνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνι + κατάλ. πουλον] …   Dictionary of Greek

  • νερολάγηνο — το λαγήνι που χρησιμοποιείται ως δοχείο νερού, σταμνί, στάμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + λαγήνι] …   Dictionary of Greek

  • Τιμωνίδας — Κορίνθιος αγγειογράφος του πρώτου μισού του 6ου αι. π.Χ., ο οποίος έγινε γνωστός από δύο ενυπόγραφα αγγεία, από ένα λαγήνι και έναν πίνακα. Το λαγήνι βρέθηκε στις Κλεωνές της Πελοποννήσου. Έχει γύρω από την κοιλιά μελανόμορφη αγγειογραφία, η… …   Dictionary of Greek

  • γαστροφορώ — γαστροφορῶ ( έω) (Α) (για λαγήνι με κρασί) έχω μέσα στην κοιλιά μου …   Dictionary of Greek

  • θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • κανάτι — (I) το 1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό») 2. στον πληθ. τα κανάτια χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους 3. ουροδοχείο… …   Dictionary of Greek

  • κρωσσίον — κρωσσίον, τὸ (Α) [κρωσσός] σταμνάκι, σταμνί, λαγήνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”